-
1 бельё
-
2 бельё
[μπιλбельёιό] ουσ. ο. ασπρόρούχο -
3 бельё
[μπιλбельёιό] ουσ ο ασπρόρούχο
См. также в других словарях:
ασπρόρουχο — το συνήθ. στον πληθ. 1. το λευκό εσώρουχο 2. ρούχα από λευκό ύφασμα για οικιακή χρήση (σεντόνια, πετσέτες κ.λπ.) … Dictionary of Greek
ασπρόρουχο — το και συνηθέστ. στον πληθ. ασπρόρουχα λευκά εσώρουχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek