Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το ασπρόρουχο (

См. также в других словарях:

  • ασπρόρουχο — το συνήθ. στον πληθ. 1. το λευκό εσώρουχο 2. ρούχα από λευκό ύφασμα για οικιακή χρήση (σεντόνια, πετσέτες κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • ασπρόρουχο — το και συνηθέστ. στον πληθ. ασπρόρουχα λευκά εσώρουχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»